- φανόπτης
- φᾰνόπτης, ου, ὁ,A opening for light, window, Sch.Lyc.98.II gloss on ξυνοικία, Sch.Ar.Eq.997.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φανόπτης — ὁ, ΜΑ 1. φεγγίτης 2. μικρό σπίτι, οικίσκος, σπιτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*) πρβλ. θε όπτης] … Dictionary of Greek
φανόπται — φανόπτης opening for light masc nom/voc pl φανόπτᾱͅ , φανόπτης opening for light masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανόπτας — φανόπτᾱς , φανόπτης opening for light masc acc pl φανόπτᾱς , φανόπτης opening for light masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)